- ἐνέωρα
- ἐνέωρα, Adv.A up (cf. μετέωρος), Philol.65.637 (Milet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνεώρα — ἐνεώρᾱ , ἐνοράω see imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεώρας — ἐνεώρᾱς , ἐνοράω see imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενορώ — (AM ἐνορῶ, άω Α και ιων. τ. ένορέω) [ορώ] διαβλέπω, προβλέπω ότι θα επέλθει κάτι («ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην» διέβλεπε, διαισθανόταν ότι η εκδίκηση θα επέλθει, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλέπω, αντιλαμβάνομαι κάτι με την ενόραση 2. βλέπω κάποιο θέμα στο… … Dictionary of Greek